στραγγίζω

στραγγίζω
ΝΜΑ [στράγξ, -γγός]
1. βγάζω το υγρό που περιέχεται σε κάτι συμπιέζοντας το ή αφήνοντας το να στεγνώσει με αποστάλαξη (α. «στραγγίζω τα ρούχα» β. «στραγγίζω ἐλαίας», Γεωπ.
γ. «στραγγιεῑ τὸ αἷμα», ΠΔ)
2. διηθώ, σουρώνω (α. «στραγγίζω το κρασί» β. «ἐστραγγισμένου τοῡ ὕδατος», Ιππιατρ.)
νεοελλ.
1.(αμτβ.) χάνω το υγρό που περιέχεται μέσα μου, στεγνώνω (α. «στράγγιξε τελείως το τυρί» β. «άφησα τα χόρτα στο σουρωτήρι να στραγγίξουν»)
2. μτφ. πίνω ή χύνω τελείως, ως την τελευταία σταγόνα, το υγρό από δοχείο (α. «αυτός, παιδί μου, στράγγισε ολόκληρη τη μπουκάλα με το κρασί» β. «στράγγισα το ποτήρι μου»)
3. χάνω την ικμάδα μου, εξαντλούμαι τελείως («στράγγισε από την κούραση»)
αρχ.
μέσ. στραγγίζομαι
εξαντλούμαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στραγγίζω — squeeze out pres subj act 1st sg στραγγίζω squeeze out pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγίζω — 1 στράγγισα βλ. πίν. 33 2 στράγγιξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στραγγίζω — στράγγισα και στράγγιξα, στραγγίστηκα, στραγγισμένος 1. μτβ., πιέζω και αφαιρώ το νερό από κάτι: Στράγγισε τα ρούχα. 2. αμτβ., μου αφαιρείται το υγρό: Στράγγιξαν τα ρούχα. 3. διυλίζω, σουρώνω: Στραγγίζω το γάλα. 4. εξαντλούμαι: Στράγγιξε από την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στραγγιεῖ — στραγγίζω squeeze out fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) στραγγίζω squeeze out fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγίζει — στραγγίζω squeeze out pres ind mp 2nd sg στραγγίζω squeeze out pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγίσαι — στραγγίζω squeeze out aor inf act στραγγίσαῑ , στραγγίζω squeeze out aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐστραγγισμένον — στραγγίζω squeeze out perf part mp masc acc sg στραγγίζω squeeze out perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγίζεσθαι — στραγγίζω squeeze out pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγίζων — στραγγίζω squeeze out pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐστραγγισμένου — στραγγίζω squeeze out perf part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”